Ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι, πράγματι! Ο Albert Camus ήταν Γάλλος, γεννημένος στην Αλγερία, ένας pied–noir, μεγαλωμένος στη φτώχεια, έντονα σαγηνευτικός με τα αδρά χαρακτηριστικά που θύμιζαν τον Bogart. Ο Jean-Paul Sartre, μεγαλωμένος στα ανώτερα στρώματα της Γαλλικής κοινωνίας δεν ήταν και ο πιο γοητευτικός άνδρας του κόσμου. Οι δρόμοι τους έσμιξαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κατοχής και όταν η πόλη του φωτός άρχιζε σιγά-σιγά να ξαναβρίσκει το φως της, ο Camus έγινε ο καλύτερος φίλος του Sartre.
Ήταν λαμπρά κάτοπτρα της εποχής τους. Καθώς η πόλη άρχισε να ανοικοδομείται, ο Sartre και ο Camus έδιναν φωνή στην πνοή της μέρας. Η Ευρώπη ήταν ένα πληγωμένο πουλί, όμως οι στάχτες που άφησε πίσω του ο πόλεμος δημιούργησαν έναν άπλετο δημιουργικό χώρο για την φαντασίωση ενός νέου κόσμου. Οι αναγνώστες μέσα από τον Sartre και τον Camus φαντασιώνονταν αυτόν τον νέο κόσμο. «Ήμασταν εμείς», όπως αναφέρει η Simone de Beauvoir, «εκείνοι που έδωσαν στη μεταπολεμική περίοδο τη δική της ιδεολογία.
Η ιδεολογία αυτή πήρε τη μορφή του υπαρξισμού. Ο Sartre, ο Camus και οι ιδεολογικοί τους σύντροφοι απέρριπταν τη θρησκεία, δημιουργούσαν νέα και αινιγματικά παιχνίδια, έδωσαν πρόκληση στους αναγνώστες να ζήσουν αυθεντικά και έγραψαν για τον παράλογο κόσμο – έναν κόσμο χωρίς σκοπό και χωρίς αξία. «Υπάρχουν μόνο πέτρες, σάρκα, αστέρια και χειροπιαστές αλήθειες», έγραφε ο Camus. Η επιλογή μας είναι αυτός ο κόσμος, πρέπει να ζούμε σε αυτόν τον κόσμο και να τον επενδύσουμε με το δικό μας νόημα και τις δικές μας αξίες για να μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και αυτό τους δίνει μια ευθύνη παραπάνω, καθώς η ιδέα της ελευθερίας συνυπάρχει με μία τρομακτική, αλλά απελευθερωτική, ευθύνη ζωής, ευθύνης να ζεις και να δρας με αυθεντικότητα.Bottom of Form\
Διαβάστε επίσης: Ζαν-Πωλ Σαρτρ: «Ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει ο ίδιος να είναι»
Ενώ η ιδέα της ελευθερίας δέσμευσε τον Camus και τον Sartre σε φιλοσοφικό επίπεδο, ο αγώνας για τη δικαιοσύνη τους ένωσε με έναν πολιτικό δεσμό. Ήταν στρατευμένοι στην αντιμετώπιση και την εξάλειψη της αδικίας και, από τη δική τους σκοπιά, υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που ζούσε μέσα στην αδικία, οι εργάτες, το προλεταριάτο. Για να απελευθερωθούν, έπρεπε να οικοδομηθούν νέα πολιτικά συστήματα
Τον Οκτώβριο του 1951, ο Camus δημοσίευσε τον Επαναστατημένο Άνθρωπο, δίνοντας φωνή σε μια κατά προσέγγιση «φιλοσοφία της εξέγερσης». Δεν ήταν ένα φιλοσοφικό σύστημα αυτό καθεαυτό, αλλά μια συγχώνευση φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών: κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος, αλλά η ελευθερία είναι μία έννοια σχετική. Πρέπει να θέσουμε όρια, μετριοπάθεια, «εκτιμώμενο κίνδυνο». Το απόλυτο είναι αντι-ανθρώπινο. Πάνω απ ‘όλα, ο Camus καταδίκασε την επαναστατική βία. Η βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ακραίες καταστάσεις, αλλά η χρήση επαναστατικής βίας για να ωθήσει την ιστορία προς την επιθυμητή κατεύθυνση είναι ουτοπική, απολυταρχική, προδοτική.
«Η απόλυτη ελευθερία είναι το δικαίωμα των ισχυρότερων να κυριαρχούν», έγραψε ο Camus, ενώ «η απόλυτη δικαιοσύνη επιτυγχάνεται με την καταστολή όλων των αντιθέσεων: κατά συνέπεια καταστρέφει την ελευθερία». Η σύγκρουση μεταξύ δικαιοσύνης και ελευθερίας ήταν μία δυναμική που έπρεπε να εξισορροπείται συνεχώς, προϋπέθετε πολιτική μετριοπάθεια, αποδοχή και εγκώμιο του απόλυτου ορίου: του ανθρωπισμού μας. «Για να ζήσουν και να αφήσουν και τους άλλους να ζήσουν», ανέφερε, «για να δημιουργήσουμε αυτό που είμαστε».
Ο Σάρτρ διάβασε τον Επαναστατημένο Άνθρωπο με περιφρόνηση. Όσο τον αφορούσε, ήταν όντως δυνατό να επιτύχουμε τέλεια δικαιοσύνη και ελευθερία – όπως διατύπωναν οι αρχές του κομμουνισμού. Σε ένα καθεστώς καπιταλισμού όμως και σε συνθήκες φτώχειας, οι εργαζόμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα της ελευθερίας. Οι επιλογές τους ήταν δυσάρεστες και απάνθρωπες: ή έπρεπε να κάνουν μια ανυπόφορη και απομονωτική δουλειά ή έπρεπε να πεθάνουν. Ωστόσο, απομακρύνοντας τους δυνάστες και επιστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία στους εργαζόμενους, ο κομμουνισμός επιτρέπει σε κάθε άτομο να ζήσει χωρίς ουσιαστική ανάγκη και ως εκ τούτου να επιλέξει τον καλύτερο τρόπο προς την προσωπική ολοκλήρωση. Αυτό τους κάνει ελεύθερους, και μέσα από αυτή την αδιάκοπη ισότητα, έρχεται η δικαιοσύνη.
Το πρόβλημα ήταν ότι, για τον Sartre και πολλούς άλλους στοχαστές της Αριστεράς, ο κομμουνισμός απαιτούσε επαναστατική βία για να συντρίψει την υπάρχουσα τάξη. Ωστόσο, οι αριστεροί, βέβαια, δεν υιοθέτησαν αυτής της μορφής τη βία. Αυτή η διάκριση μεταξύ σκληρών και μετριοπαθών αριστερών – σε γενικές γραμμές, μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών – δεν ήταν κάτι το νέο. Στη δεκαετία του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ωστόσο, η Αριστερά υπήρξε προσωρινά ενωμένη ενάντια στον φασισμό. Με την εξάλειψη του φασισμού, επανήλθε η ρήξη μεταξύ αριστερών που επιδοκίμαζαν τη βία και μετριοπαθών που την καταδίκασαν. Αυτή η διάκριση εντάθηκε από την πρακτική εξαφάνιση της Δεξιάς και την ανάδυση της Σοβιετικής Ένωσης – η οποία ενθάρρυνε τους σκληροπυρηνικούς σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά έθεσε κι ανησυχητικές ερωτήσεις για τους κομμουνιστές, καθώς φάνηκαν οι φρικαλεότητες των γκουλάγκ. Η ερώτηση για κάθε μεταπολεμικό αριστερό ήταν απλή: εσείς σε ποια πλευρά είστε;
Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος ήταν ένα εγκώμιο του ειρηνικού σοσιαλισμού. Ο Camus ήταν επηρεασμένος από όσα ακούγονταν για την ΕΣΣΔ: δεν ήταν μια χώρα ειρηνικών κομμουνιστών που ζούσαν ελεύθερα, αλλά μια χώρα ανελεύθερη. Ο Σαρτρ, παράλληλα, θα πολεμούσε για τον κομμουνισμό και ήταν έτοιμος να υποστηρίξει τη βία για να το πράξει.
Η διάσπαση μεταξύ των δύο φίλων ήταν μια αίσθηση που μετέφεραν τα μέσα ενημέρωσης. Το Les Temps Modernes δημοσίευσε μια κριτική του Επαναστατημένου Ανθρώπου – που εξαντλήθηκε τρεις φορές. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια διανοητική διαμάχη που έχει τέτοια δημόσια απήχηση σήμερα, αλλά, αυτή η διαφωνία ήταν για τους αναγνώστες η απεικόνιση της πολιτικής κρίσης της εποχής τους, η οποία αντανακλούσε πάνω τους. Έβλεπε κανείς την πολιτική να αγκαλιάζει τον κόσμο των ιδεών, ήταν ένα μέτρο της αξίας αυτών των ιδεών. Όταν είναι κανείς στρατευμένος σε μια ιδέα, μπορεί να σκοτώσει για να υπερασπιστεί αυτή την ιδέα; Ποιοι είναι το τίμημα της δικαιοσύνης; Της ελευθερίας;
Η θέση του Σαρτρ ήταν γεμάτη αντιφάσεις, τις οποίες πολέμησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Sartre, ο υπαρξιακός στοχαστής, που δήλωσε ότι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να είναι ελεύθεροι, ήταν και ο μαρξιστής Sartre, που σκέφτηκε ότι η ιστορία δεν αφήνει αρκετό χώρο για αληθινή ελευθερία υπό την υπαρξιακή έννοια. Αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, θα συνεχίσει να υπερασπίζεται τον κομμουνισμό μέχρι το 1956, όταν πλέον πείστηκε από τα σοβιετικά τανκς ότι η ΕΣΣΔ είχε πάρει λανθασμένο δρόμο. Ο Σαρτρ θα παραμείνει η ισχυρή φωνή της Αριστεράς καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του και θα επιλέξει τον Γάλλο πρόεδρο Charles de Gaulle ως το αγαπημένο του παιδί. Ο Σαρτρ παρέμεινε απρόβλεπτος και τάχθηκε με τον σκληρό μαοϊσμό μέχρι το 1980 που πέθανε. Παρόλο που απομακρύνθηκε από την ΕΣΣΔ, ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την ιδέα ότι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η επαναστατική βία.
Η βία του κομμουνισμού έστειλε τον Camus σε διαφορετικό δρόμο. «Τέλος», έγραψε στον Επαναστατημένο Άνθρωπο, «επιλέγω την ελευθερία. Γιατί ακόμη και αν η δικαιοσύνη δεν πραγματοποιηθεί, η ελευθερία διατηρεί τη δύναμη της διαμαρτυρίας ενάντια στην αδικία και διατηρεί την επικοινωνία ανοιχτή». Από την άλλη όψη του Ψυχρού Πολέμου είναι δύσκολο να μην συμπαραταχθεί κανείς με τον Camus και να μην αναρωτηθεί κανείς με θλίψη το γεγονός ότι ο Sartre παρέμεινε πιστός κομμουνιστής. Ο Camus αγκάλιασε μια νηφάλια πολιτική πραγματικότητα, την ηθική ταπεινοφροσύνη, τα όρια του λανθάνοντα ανθρωπισμού και παραδίδει ένα θεμελιώδες μήνυμα, ακόμη και σήμερα. Και οι πιο αξιοσέβαστες και σημαντικές ιδέες πρέπει να αντισταθμίζονται μεταξύ τους. Ο απολυταρχισμός και ο ανέφικτος ιδεαλισμός που εμπνέει είναι ένας επικίνδυνος δρόμος προς τα εμπρός – και ήταν ο λόγος για τον οποίο η Ευρώπη βρισκόταν σε στάχτη, την ώρα που ο Camus και ο Sartre αγωνίστηκαν να οραματιστούν έναν δικαιότερο και πιο ελεύθερο κόσμο.
Μετάφραση – Απόδοση Λ.Τ. via aeon.co