Το έργο Το είναι και το Μηδέν του υπαρξιστή φιλόσοφου J.P. Sartre γράφτηκε το 1943. Στο έργο αυτό ο Sartre πραγματεύτηκε ένα πρόβλημα, το οποίο, κατά την άποψή του μάστιζε τη σύγχρονη ζωή∙ mauvaise foi, κακοπιστία στα ελληνικά.
Η κακοπιστία αφορά την αυτοψευδαίσθηση, μάλλον, τα ψεύδη με τα οποία φορτώνουμε τον εαυτό μας για να αποφύγουμε μικρές δυσαρέσκειες που φοβόμαστε ότι, ενδεχομένως, να μας προκαλέσουν και μικρές οδύνες. Ωστόσο, καταλήγουμε σταδιακά και σε βάθος χρόνου να υποφέρουμε από μακροχρόνια ψυχολογική κατάπτωση.
Το γεγονός είναι ότι μας είναι πιο εύκολο να πιέσουμε τον εαυτό μας να πιστέψει κάτι, για το οποίο δεν έχει στην ουσία πειστεί. Σύμφωνα με τον Sartre, το ψέμα καθαυτό, με το οποίο δηλητηριάζουμε τον εαυτό μας συνεχώς, είναι η έλλειψη επιλογών! Θεωρούμε ότι δεν έχουμε άλλες επιλογές και καταφεύγουμε στο ψέμα, το οποίο, καθίσταται η ψευδής μας αλήθεια, καθώς μάς είναι οικείο και μας ανακουφίζει.
Η αλήθεια είναι ότι επιλογές πάντοτε υπάρχουν, αλλά μας είναι πιο βολικό να τις αποφεύγουμε, καθώς έτσι αποφεύγουμε και τις ενοχές. Η κακοπιστία είναι ένα φαινόμενο που κυριαρχεί συχνά στον επαγγελματικό μας χώρο. Γνωρίζουμε το παράδειγμα του Sartre με τη σερβιτόρα, η οποία δηλώνει ότι είναι μια «απλή σερβιτόρα» και το δέχεται, ενίοτε μοιρολατρικά. Θεωρεί ότι η εργασία αυτή είναι η μοναδική της επιλογή και είναι υποχρεωμένη να τη συνεχίσει για βιοποριστικούς λόγους.
Κατά τον Sartre, αυτό δεν ισχύει, καθώς η ελευθερία είναι μια ανθρώπινη επιλογή. Κάποια στιγμή, ωστόσο, έρχεται ο εφιάλτης∙ μέσα στη νύχτα, την ώρα που τα πάντα φαίνονται γαλήνια και ήρεμα, ξυπνάνε οι βασανιστικές σκέψεις, η λεγόμενη Αρνητική Έκσταση και μας παρασύρει στη συνειδητοποίηση ότι τελικά, είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι απ΄ό,τι θέλουμε να παραδεχτούμε. Το μυαλό μας ταξιδεύει καθώς η έννοια της ελευθερίας μας οδηγεί σε μονοπάτια μιας νέας βούλησης, η οποία μας λέει να εγκαταλείψουμε τη δουλειά μας, να ζήσουμε κοντά στη φύση, να επαναπροσδιορίσουμε το πλαίσιο μας, το προσωπικό, το αξιακό, το υπαρξιακό και να ταυτοποιήσουμε τον εαυτό μας.
Η στιγμή αυτής της αυτοεπίγνωσης είναι τρομακτική και παράλληλα βασανιστική, εφ΄όσον θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι σπαταλήσαμε τη ζωή μας σε κάτι που δεν ήταν επιλογή μας. Ωστόσο, στην ουσία, ήταν δική μας επιλογή και είναι συγκλονιστική η ώρα που το εγώ πρέπει να σηκώσει αυτό το βάρος της αποκλειστικής ευθύνης, χωρίς να ρίξει την υπαιτιότητα σε τρίτους∙ γι΄αυτό δεν το κάνει!
Εκείνη τη στιγμή, λειτουργούμε αυτόματα και καταπνίγουμε κάθε τέτοια σκέψη αυτοεπίγνωσης, θεωρώντας πως αυτή η σύνθλιψη της αλήθειας είναι το δέον. Κατόπιν, το επόμενο πρωί ξυπνάμε χωρίς ενοχές, ή τις κρατάμε φυλακισμένες από φόβο μην μας πνίξουν, και συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Ωστόσο, κάπου υπάρχει ένα τίμημα κι αυτό είναι ακριβό. Το τίμημα είναι η απώλεια των ευκαιριών που μας δίνει η ζωή να αλλάξουμε τον τρόπο που την βιώνουμε και την απολαμβάνουμε. Σύμφωνα με τον Sartre, ξεχνάμε ότι «η Ύπαρξη προηγείται της Ουσίας»∙ στην ουσία ο υπαρξιστής Sartre δηλώνει το προφανές, ότι η ύπαρξή μας δεν καθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες που αφορούν αποκλειστικά την εργασία μας, ή τη σχέση μας. Η ύπαρξή μας είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό και, κατά τον Sartre, η έννοια της αγκαλιάζει όχι μόνο αυτό που είστε τη δεδομένη στιγμή, αλλά κι αυτό που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να γίνουμε.
Όταν η κακοπιστία είναι η δεσπόζουσα νοοτροπία μας, ο εαυτός μας αγνοεί αυτές τις δυνατότητες θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται εκείνη τη δεδομένη στιγμή αποτελεί τη μοναδική υπαρκτική του αλήθεια. Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο, μόνο αυτό! Έτσι, βλέπουμε την κακοπιστία να περιορίζει και να συνθλίβει την ελευθερία μας.
Κατά τον Sartre, η κακοπιστία συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο πολλών προβληματικών και δυστυχισμένων σχέσεων και οι απαρχές της εντοπίζονται στις απαρχές της ίδιας της σχέσης, όπου τα πρόσωπα θεωρούν ότι ταιριάζουν, ενώ γνωρίζουν ότι δεν ταιριάζουν. Συνεπώς, πιέζουν τον εαυτό τους να πιστέψει ότι η κοινή συμβίωση θα τους οδηγήσει στην ευτυχία.
Για παράδειγμα, ας δούμε την περίπτωση ενός ζευγαριού: μιας γυναίκας που θέλει να νομίζει πως αγαπιέται λόγω της οξυδέρκειάς της και δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι ο άνδρας έλκεται από αυτή λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης και ενός άνδρα που θέλει να πιστεύει ότι η γυναίκα του τον επιθυμεί σεξουαλικά, αλλά ένω κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αυτός συνεχίζει να έχει μια τέτοια αυταπάτη. Και οι δύο ψεύδονται στον εαυτό τους και δυστυχώς καταλήγουν να βιώνουν μια μίζερη σχέση γεμάτη δυστυχία και ψέματα.
Η κακοπιστία, επίσης, τους οδηγεί στην κακόβουλη ανταλλαγή ευθυνών, κατηγορούν ο ένας τον άλλον για ψυχρότητα ή άξεστη συμπεριφορά, ενώ το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικό και εντοπίζεται αμιγώς στις πράξεις τους.
Ωστόσο, η κακοπιστία είναι μια καθημερινή πρακτική, μια βάση νοοτροπίας συνήθης και κοινή, καθώς σχετίζεται με τον τρόπο σκέψης μας, είναι η φυσιολογική έκβαση της συγκεκριμένης αυτής νοοτροπίας. Ωστόσο, ο Sartre επισημαίνει το γεγονός της κακοπιστίας, όχι διότι θέλει να μας δυσαρεστεί, αλλά διότι αναζητά έναν τρόπο να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς ελεύθερης επιλογής, να μας δείξει όχι μόνο ότι είμαστε αλλά κι ότι μπορούμε να γίνουμε τόσο ελεύθεροι, όσο στην ουσία είμαστε.
Τέλος, εκείνες τις βασανιστικές νύχτες που η φύση γαληνεύει, ας αφήσουμε τον στοχαστή να ξυπνήσει μέσα μας. Γνωρίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, μάλλον, ότι είμαστε δυνητικά ελεύθεροι. Το ζήτημα που μας πνίγει, ωστόσο, είναι το ποσοστό ελευθερίας που πράγματι έχουμε και πώς το αξιοποιούμε, εάν το αξιοποιούμε, ή αφηνόμαστε συνειδητά σε μια αέναη διελκυστίνδα μεταξύ επιθυμίας και εγκλωβισμού.
Κείμενο – Απόδοση Λ.Τ.